υπεροσμία

υπεροσμία
η, Ν
ιατρ. οσφρητική υπεραισθησία, στο πλαίσιο, συνήθως, υπερδιεγερσιμότητας τού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperosme < υπερ-* + οσμή + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”